κοινοφαγία

κοινοφαγία
κοινοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος ακάθαρτα και απαγορευμένα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φαγία, με επίδραση ενός αμάρτυρου *κοινο-φαγῶ < κοινός + φαγῶ (< -φάγος < θ. φαγ- τού αορ. -φαγ-ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοινοφαγίας — κοινοφαγίᾱς , κοινοφαγία eating of what is common fem acc pl κοινοφαγίᾱς , κοινοφαγία eating of what is common fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”